ΚΟΥΛΟΥΡΑ, παραποτάμια περιοχή ,του ποταμού Σελινούντα, του Δήμου Αιγιέων.
Ονομάστηκε έτσι από τον τρόπο διανομής του νερού (με ξύλινες κουλούρες), του ποταμού της Βοστίτσας (Σελινούντας), για την άρδευση του κάμπου της Αιγιάλειας κατά τους θερινούς μήνες.
Μετά το Βασιλικό Διάταγμα του Όθωνα , το 1840 , που επέτρεπε στους κατοίκους της Νωνάκριδος (Κλουκινοχωριών) να μετοικίσουν στην πεδιάδα της πόλεως του Αιγίου και υποχρεωτικά πλησίον του ποταμού της Βοστίτσας σε συνεργασία με τον τοπικό Δήμαρχο , μεταξύ των ετών 1840 - 1850 , οι πρώτες οικογένειες από τα χωριά της Νωνάκριδος Σόλος,Μεσορρούγι και Αγία Βαρβάρα εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Αιγίου ΚΟΥΛΟΥΡΑ στη θέση ΠΑΛΙΟΣΠΙΤΑ με υπόδειξη του Δημάρχου της πόλης.
Εκεί αγόρασαν μικρά κτήματα και ασχολήθηκαν με την παραγωγή κηπευτικών και φασολιών και εργάζονταν στην καλλιέργεια της σταφίδας.Κάθε καλοκαίρι ανέβαζαν τις οικογένειές τους στα Κλουκινοχώρια όπου κάθονταν μέχρι το φινόπωρο αφού είχαν τελειώσει την συγκομιδή των εκεί καλλιεργειών τους.
Τον μήνα Μάιο του 1860 άρχισαν σεισμοί, με αποκορύφωμα τον μεγάλο σεισμό της 26 Δεκεμβρίου 1861 ημέρα Πέμπτη και ώρα 8,00 π.μ., του σεισμού αυτού ακολούθησε την 8,30 πμ νέος ισχυρότερος.Οι καταστροφές στην περιοχή της Αιγιάλειας ήταν τεράστιες, λωρίδα γης πλάτους από 10 έως 200 μέτρων και μήκους 13.000 μέτρων, μεταξύ των χωριών Τέμενη και Διακοπτού βυθίστηκαν στη θάλασσα, επίσης η επιφάνεια της γης διερράγη και έπαθε καθίζηση κατά 1 έως 2 μέτρα. Στην πόλη του Αιγίου από τα περίπου 700 σπίτια τα περισσότερα καταστράφηκαν, στα δε χωριά της περιοχής περίπου 600 σπίτια κατέρρευσαν, σκοτώθηκαν δε 20 άτομα, 2 στην πόλη του Αιγίου και 18 στα χωριά της περιοχής. Μετά της καταστροφές, που υπέστη η περιοχή από τους σεισμούς, άρχισαν οι καταστροφές απο τις πλημμύρες του ποταμού Σελινούντα που διήρκησαν μέχρι του έτους 1864. Ετσι οι κάτοικοι της Κουλούρας αναγκάστηκαν να μετακινηθούν βορειότερα στη θέση ΑΛΩΝΑΚΙΑ. Εκεί έχτισαν τα νέα τους σπίτια και την εκκλησία τους αφιερωμένη στην ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ , η οποία εορτάζεται τον χειμώνα και ήταν όλοι στην Παλαιά Κουλούρα.
Η τύχη όμως είχε άλλα σχέδια, έτσι την 21 Αυγούστου 1888 ένας νέος σεισμός χτύπησε την περιοχή της Αιγιάλειας, με αποτέλεσμα να καταστραφούν στην ευρύτερη περιοχή 500 κατοικίες , του σεισμού ακολούθηασαν πλημμύρες του χειμάρρου της Μελιαγκούς , ο οποίος διέχιζε τον οικισμό της Κουλούρας, και τέλος ήρθε η ελονοσία.
Μετά από αυτές τις καταστροφές οι κάτοικοι το 1890 αποφάσισαν να μετακινηθούν εκ νέου βορειότερα, πλησίον της πόλεως του Αιγίου ( περίπου 1 χλμ νοτίως της πόλεως σε υψόμετρο 70 μέτρων ) και να χτίσουν το νέο χωριό όπου και σήμρα βρίσκεται η ΚΟΥΛΟΥΡΑ.
Αγόρασαν οικόπεδα και άρχισαν την ανέγερση του νέου χωριού. Στο χτίσιμο των σπιτιών χρησιμοποίησαν πέτρα και ωμόπλινθους, η ξυλεία, κυρίως καστανιάς, που χρησσιμοποιήθηκε, την έφεραν από τα Κλουκινοχώρια με τα άλογα και τα μουλάρια, μια διαδρομή που διαρκούσε 12 ώρες να πάνε και άλλες τόσες να γυρίσουν.
Τα πρώτα σπίτια που χτίστηκαν ήταν των Παναγή Γεωργίου Λάφη ή Πάϊκου, Δημητρίου Παπαγιαννόπουλου, Χαράλαμπου Σταματόπουλου ή Πύργου, Βασιλείου Βασιλείου ή Καράτουλα, Ηλία Πετρόπουλου ή Κοντολιά, Παναγή Θεοδώρου Παξιμάδη, Μιχαήλ Θεοδώρου Παξιμάδη, Παναγή Σ.Σκιρλή, Νικήτα Παπαγεωργόπουλου ή Λαδιά, Σωτηρίου Λάφη και άλλων.
Η ζωή των κατοίκων άρχισε ν΄ανθίζει και να παίρνει τον κανονικό δρόμο στο νέο χωριό. Η σκέψη τους τώρα ήταν να χτίσουν νέο Ναό και να γίνουν ενορία, γιατί ανήκαν στην ενορία του Αγίου Αθανασίου.Το οικόπεδο που θα έχτιζαν τον Ναό, παραχωρήθηκε με το υπ΄αριθμό 3396/1895 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αιγίου Χρήστου Λαμπούδη, από την Ανδρομάχη χήρα Δημ.Χαραλάμπη.
Οι κάτοικοι του Αγίου Αθανασίου αντιδρούσαν στην ιδέα η Νέα Κουλούρα να αποκτήσει δικό της Ναό και να γίνει ενορία. Γνωρίζοντας οι Κουλουριώτες την αντίδραση των Αϊθανασητών ενημέρωσαν τον τότε Δήμαρχο Αιγιέων Σπυρίδωνα Σωτ.Παναγιωτόπουλου για την ανέγερση του Ναού και πήραν την συγκατάθεσή του.
Ο Ναός κατασκευάστηκε ξύλινος στο ξυλουργικό εργοστάσιο των αδελφών Καραπιπέρη και στήθηκε στο οικόπεδο μέσα σε μία νύχτα. Μετέφραν τα ιερά σκεύη και τις εικόνες , από τον Ναό της Υπαπαντής Παλαιάς Κουλούρας, ο οποίος ήταν πλημμυρισμένος, μετά τα μεσάνυχτα για να μην γίνουν αντιληπτοί από τους Αϊθανασήτες. Ψάλλοντας το Χαίρε Κεχαριτωμένη... και λέγοντας Παναγιά μου σε παίρνουμε από την λάσπη να σε πάμε στη στεριά, πήραν την εικόνα της Υπαπαντής Του Χριστού. Με προπομπούς τα εξαπτέρυγα και ακολουθούντων των εικόνων οι κάτοικοι Κ.Γεραμπής, Κων/νος Λύσσαρης, Σωτήριος Λάφης, Παναγής Λάφης, Κων/νος Οικονομόπουλος, Σπυρίδων Παξιμάδης, Θεοφ.Σπ.Κανέλλος ή Θεοφανάκος , Γιάννης Σπανός ή Γιαννιάς και άλλοι κάτοικοι, αθόρυβα και αστραπιαία τις μετέφεραν στην ξύλινη εκκλησία. Τοποθέτησαν τις εικόνες και τα σκεύη έκαναν δοξολογία και άρχισαν να χτυπούν το σήμαντρο που πήραν από το Κοιμητήριο της Παλαιάς Κουλούρας.
Οι κάτοικοι του Αγίου Αθανασίου κατέφυγαν διαμαρτυρόμενοι στην Αστυνομική Αρχή και στον Δήμαρχο Αιγίου. Ήρθαν στην Κουλούρα, βρήκαν έτοιμο τον ξύλινο Ναό, προσκύνησαν την εικόνα της Παναγίας και δήλωσαν είναι πλέον εκκλησία και έφυγαν χωρίς να δώσουν συνέχεια στις διαμαρτυρίες των Αϊθανασητών.
Το 1910 αποφάσισαν την ανέγερση λιθόχτιστου ναού. Τα εγκαίνια του Ναού έγιναν ο 1911. Ο Ναός πήρε την τελική του μορφή κατά τα έτη 1954-1956 όπου έγινε προέκταση προς δυσμάς και χτίστηκαν τα δύο καμπαναριά. Ο ρυθμός του Ναού είναι βασιλική άνευ τρούλου και οι κίονες κορινθιακού ρυθμού. Το τέμπλο του Ναού είναι ξυλόγλυπτο από καρυδιά, που μετέφεραν από τα Κλουκινοχώρια, είναι δε αντιγραφή του τέμπλου του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου , Σόλου Νωνάκριδος, κατασκευάστηκε το έτος 1927 από τους ξυλογλύπτες αδελφούς Αντύπα από την Κορινθία.
Πρώτος εφημέριος του νέου λιθόχτιστου Ναού ήταν ο μακαριστός αιδεσιμότατος Γεώργιος Οικονομόπουλος, νεωκόρος ο Δημήτριος Κανέλλος και ιεροψάλτες, οι οποίοι ήταν αυτοδίδακτοι, οι Κων/νος Παξιμάδης ή Κωσταρέλλος , Ιωάννης Παπαγεωργόπουλος ή Λαδιάς , Νικόλαος Οικονομόπουλος ή Πρόβατος και Γεράσιμος Κυριακόπουλος ή Ψυρρής.
Ευεργέτης του Ναού υπήρξε ο δημοδιδάσκαλος Σπυρίδων Π. Παξιμάδης 1864 - 1934, ο οποίος δώρισε στον Ναό την οικία του (Μονοδενδρίου 21) και κτήματα.
Για τις ανάγκες της εκπαίδευσης των παιδιών σαν πρώτο Δημοτικό Σχολείο χρησιμοποιήθηκε η οικία του Παναγή Λάφη (Σελινούντος 21) με δημοδιδασκάλους τους ιερομόναχο Καλλίνικο Παπαδημητρίου ή Μουλά , Σπυρίδωνα Π. Παξιμάδη , Κ.Γ. Οικονομόπουλο. Στη συνέχεια μεταστεγάστηκε στην οικία Λάλου (Σελινούντος 7 ) και από του έτους 1922 χρησιμοποιήθηκε ο γυναικωνίτης του Ναού της Υπαπαντής. Το έτος 1932 χτίστηκε το δημοτικό σχολείο Κουλούρας με λιθοδομή, όπου παρακολουθούσαν την διδασκαλία και τα παιδιά του Αγίου Αθανασίου μέχρι του έτους 1945.
Από του έτους 1891 μετοίκησαν στο χωριό κάτοικοι από οικισμούς των Καλαβρύτων (Κλαπατσούνα/Πλατανιώτισσα, Ρογούς, Κερπινή), της ορεινής Αιγιάλειας (Κουνινά, Βόβοδα/Μαυρίκι, Παρασκευή, Κούμαρη, Γκραίκα). Το 1949 από την Σκαλούλα, Δωρίδας της ορεινής Φωκίδας. Σήμερα έχουν εγκατασταθεί μόνιμα αρκετοί κάτοικοι από την Αλβανική Περιφέρεια του Αργυροκάστρου (GIROKASTER) και από την περιοχή της Πρεμετής (PERMET).
Τα χρόνια κύλησαν σαν το τρεχούμενο νερό, με χαρές και λύπες να εναλλάσσονται. Έχουν πλέον αγοράσει και νέα κτήματα και καλλιεργούν κυρίως σταφίδα. Τα καλοκαίρια το χωριό άδειαζε, όλοι οι κάτοικοι πήγαιναν στα λινά (αγροτικές κατοικίες που είχαν στα χτήματα δίπλα από τα αλώνια αποξήρανσης της σταφίδας). Το εμπόριο όμως της σταφίδας εξέπεσε και άρχισαν να καλλιεργούν ελιές και εσπεριδοειδή, παράλληλα ορισμένοι έφτιαξαν και μικρές επιχειρήσεις στο χωριό όπως ο Βασίλειος Κούβελης ή Τσεμπλέκος παντοπωλείο και κρεοπωλείο, ο Γεώργιος Κων/νου Βασιλείου ή Ήτουνε φούρνο, ο Γεώργιος Μιχαήλ Παξιμάδης ελαιοτριβείο, η Κυριακούλα Ηλία Πετροπούλου-Ασπρούκου καφενείο, η Ζωή Καραμανόγλου-Σπηλιωτοπούλου παντοπωλείο, ο Αθανάσιος Βασιλείου Παπασταθόπουλος ή Κουτσομίχαλος υποδηματοποιείο, ο Ανδρέας Βασιλείου Παπασταθόπουλος ή Ζάρας σιδηρουργείο.
Το έτος 1934 οι νέοι του χωριού δημιούργησαν πολιτιστικό σύλλογο με την επωνυμία ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ , οργάνωναν γλέντια με κλαρίνα και βιολιά σε κάθε γιορτή. Δημιούργησαν θεατρική ομάδα και ανέβασαν τα θεατρικά έργα του συγχωριανού τους Σπύρου Περεσιάδη Γκόλφω , Εσμέ η τουρκοπούλα και Σκλάβα έργο το οποίο ο Περεσιάδης το έγραψε εμνευσμένος από την καταστροφή του Ιμπραήμ Πασά στο Καστράκι Νωνάκριδος και την αιχμαλωσία των κατοίκων.
Λάμβαναν μέρος και στα ΑΝΘΕΣΤΗΡΙΑ που γίνονταν στην πόλη του Αιγίου τον μήνα Μάιο, μια πανάρχαια γιορτή των Ιώνων πρός τιμή του Διονύσου. Έφτιαχναν χειροποίητα άνθη από χρωματιστά χαρτιά και στόλιζαν το άρμα. Είχαν πάρει το πρώτο βραβείο το έτος 1963 με το άρμα ΑΝΘΙΣΜΕΝΗ ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ εμπνευσμένο από το ομότιτλο ποίημα του Γεωργίου Δροσίνη.
Στους νέους αγώνες της Πατρίδας οι Κουλουριώτες έδωσαν το παρόν και πλήρωσαν τον φόρο αίματος. Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912 , Μικρασιατική Καταστροφή 1922 , Κατοχή 1940 - 1944 , Εμφύλιος Πόλεμος 1944 - 1949.
Με το μεταναστευτικό κύμα, της δεκαετίας του 1950, να σαρώνει την Έλλάδα, δεν έμεινε αλώβητη και η Κουλούρα, αρκετοί νέοι αναζήτησαν καλύτερη τύχη στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και την Αυστραλία.
Ένας κρυφός πόθος βασάνιζε όλα αυτά τα χρόνια τους Κουλουριώτες, να ξαναχτίσουν τον κατεστραμένο Ναό στην Παλαιά Κουλούρα. Τελικώς με την υλική και ηθική βοήθεια όλων των κατοίκων την 22 Μαϊου 1968 ετέθη ο θεμέλιος λίθος του νέου Ναού. Ο λιθόκτιστος ναός αφιερώθηκε στον Άγιο Γεώργιο, ο ρυθμός του ναού είναι σταυρεπίστεγος βασιλική. Τα θυρανοίξια του Ναού έγιναν την 22α Απριλίου 1969. Η εικόνα του Άγίου Γεωργίου μεταφέρθηκε στον ναό με μεγάλη λιτανεία από τον ναό της Υπαπαντής του Χριστού.
Ονομάστηκε έτσι από τον τρόπο διανομής του νερού (με ξύλινες κουλούρες), του ποταμού της Βοστίτσας (Σελινούντας), για την άρδευση του κάμπου της Αιγιάλειας κατά τους θερινούς μήνες.
Μετά το Βασιλικό Διάταγμα του Όθωνα , το 1840 , που επέτρεπε στους κατοίκους της Νωνάκριδος (Κλουκινοχωριών) να μετοικίσουν στην πεδιάδα της πόλεως του Αιγίου και υποχρεωτικά πλησίον του ποταμού της Βοστίτσας σε συνεργασία με τον τοπικό Δήμαρχο , μεταξύ των ετών 1840 - 1850 , οι πρώτες οικογένειες από τα χωριά της Νωνάκριδος Σόλος,Μεσορρούγι και Αγία Βαρβάρα εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Αιγίου ΚΟΥΛΟΥΡΑ στη θέση ΠΑΛΙΟΣΠΙΤΑ με υπόδειξη του Δημάρχου της πόλης.
Εκεί αγόρασαν μικρά κτήματα και ασχολήθηκαν με την παραγωγή κηπευτικών και φασολιών και εργάζονταν στην καλλιέργεια της σταφίδας.Κάθε καλοκαίρι ανέβαζαν τις οικογένειές τους στα Κλουκινοχώρια όπου κάθονταν μέχρι το φινόπωρο αφού είχαν τελειώσει την συγκομιδή των εκεί καλλιεργειών τους.
Τον μήνα Μάιο του 1860 άρχισαν σεισμοί, με αποκορύφωμα τον μεγάλο σεισμό της 26 Δεκεμβρίου 1861 ημέρα Πέμπτη και ώρα 8,00 π.μ., του σεισμού αυτού ακολούθησε την 8,30 πμ νέος ισχυρότερος.Οι καταστροφές στην περιοχή της Αιγιάλειας ήταν τεράστιες, λωρίδα γης πλάτους από 10 έως 200 μέτρων και μήκους 13.000 μέτρων, μεταξύ των χωριών Τέμενη και Διακοπτού βυθίστηκαν στη θάλασσα, επίσης η επιφάνεια της γης διερράγη και έπαθε καθίζηση κατά 1 έως 2 μέτρα. Στην πόλη του Αιγίου από τα περίπου 700 σπίτια τα περισσότερα καταστράφηκαν, στα δε χωριά της περιοχής περίπου 600 σπίτια κατέρρευσαν, σκοτώθηκαν δε 20 άτομα, 2 στην πόλη του Αιγίου και 18 στα χωριά της περιοχής. Μετά της καταστροφές, που υπέστη η περιοχή από τους σεισμούς, άρχισαν οι καταστροφές απο τις πλημμύρες του ποταμού Σελινούντα που διήρκησαν μέχρι του έτους 1864. Ετσι οι κάτοικοι της Κουλούρας αναγκάστηκαν να μετακινηθούν βορειότερα στη θέση ΑΛΩΝΑΚΙΑ. Εκεί έχτισαν τα νέα τους σπίτια και την εκκλησία τους αφιερωμένη στην ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ , η οποία εορτάζεται τον χειμώνα και ήταν όλοι στην Παλαιά Κουλούρα.
Η τύχη όμως είχε άλλα σχέδια, έτσι την 21 Αυγούστου 1888 ένας νέος σεισμός χτύπησε την περιοχή της Αιγιάλειας, με αποτέλεσμα να καταστραφούν στην ευρύτερη περιοχή 500 κατοικίες , του σεισμού ακολούθηασαν πλημμύρες του χειμάρρου της Μελιαγκούς , ο οποίος διέχιζε τον οικισμό της Κουλούρας, και τέλος ήρθε η ελονοσία.
Μετά από αυτές τις καταστροφές οι κάτοικοι το 1890 αποφάσισαν να μετακινηθούν εκ νέου βορειότερα, πλησίον της πόλεως του Αιγίου ( περίπου 1 χλμ νοτίως της πόλεως σε υψόμετρο 70 μέτρων ) και να χτίσουν το νέο χωριό όπου και σήμρα βρίσκεται η ΚΟΥΛΟΥΡΑ.
Αγόρασαν οικόπεδα και άρχισαν την ανέγερση του νέου χωριού. Στο χτίσιμο των σπιτιών χρησιμοποίησαν πέτρα και ωμόπλινθους, η ξυλεία, κυρίως καστανιάς, που χρησσιμοποιήθηκε, την έφεραν από τα Κλουκινοχώρια με τα άλογα και τα μουλάρια, μια διαδρομή που διαρκούσε 12 ώρες να πάνε και άλλες τόσες να γυρίσουν.
Τα πρώτα σπίτια που χτίστηκαν ήταν των Παναγή Γεωργίου Λάφη ή Πάϊκου, Δημητρίου Παπαγιαννόπουλου, Χαράλαμπου Σταματόπουλου ή Πύργου, Βασιλείου Βασιλείου ή Καράτουλα, Ηλία Πετρόπουλου ή Κοντολιά, Παναγή Θεοδώρου Παξιμάδη, Μιχαήλ Θεοδώρου Παξιμάδη, Παναγή Σ.Σκιρλή, Νικήτα Παπαγεωργόπουλου ή Λαδιά, Σωτηρίου Λάφη και άλλων.
Η ζωή των κατοίκων άρχισε ν΄ανθίζει και να παίρνει τον κανονικό δρόμο στο νέο χωριό. Η σκέψη τους τώρα ήταν να χτίσουν νέο Ναό και να γίνουν ενορία, γιατί ανήκαν στην ενορία του Αγίου Αθανασίου.Το οικόπεδο που θα έχτιζαν τον Ναό, παραχωρήθηκε με το υπ΄αριθμό 3396/1895 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αιγίου Χρήστου Λαμπούδη, από την Ανδρομάχη χήρα Δημ.Χαραλάμπη.
Οι κάτοικοι του Αγίου Αθανασίου αντιδρούσαν στην ιδέα η Νέα Κουλούρα να αποκτήσει δικό της Ναό και να γίνει ενορία. Γνωρίζοντας οι Κουλουριώτες την αντίδραση των Αϊθανασητών ενημέρωσαν τον τότε Δήμαρχο Αιγιέων Σπυρίδωνα Σωτ.Παναγιωτόπουλου για την ανέγερση του Ναού και πήραν την συγκατάθεσή του.
Ο Ναός κατασκευάστηκε ξύλινος στο ξυλουργικό εργοστάσιο των αδελφών Καραπιπέρη και στήθηκε στο οικόπεδο μέσα σε μία νύχτα. Μετέφραν τα ιερά σκεύη και τις εικόνες , από τον Ναό της Υπαπαντής Παλαιάς Κουλούρας, ο οποίος ήταν πλημμυρισμένος, μετά τα μεσάνυχτα για να μην γίνουν αντιληπτοί από τους Αϊθανασήτες. Ψάλλοντας το Χαίρε Κεχαριτωμένη... και λέγοντας Παναγιά μου σε παίρνουμε από την λάσπη να σε πάμε στη στεριά, πήραν την εικόνα της Υπαπαντής Του Χριστού. Με προπομπούς τα εξαπτέρυγα και ακολουθούντων των εικόνων οι κάτοικοι Κ.Γεραμπής, Κων/νος Λύσσαρης, Σωτήριος Λάφης, Παναγής Λάφης, Κων/νος Οικονομόπουλος, Σπυρίδων Παξιμάδης, Θεοφ.Σπ.Κανέλλος ή Θεοφανάκος , Γιάννης Σπανός ή Γιαννιάς και άλλοι κάτοικοι, αθόρυβα και αστραπιαία τις μετέφεραν στην ξύλινη εκκλησία. Τοποθέτησαν τις εικόνες και τα σκεύη έκαναν δοξολογία και άρχισαν να χτυπούν το σήμαντρο που πήραν από το Κοιμητήριο της Παλαιάς Κουλούρας.
Οι κάτοικοι του Αγίου Αθανασίου κατέφυγαν διαμαρτυρόμενοι στην Αστυνομική Αρχή και στον Δήμαρχο Αιγίου. Ήρθαν στην Κουλούρα, βρήκαν έτοιμο τον ξύλινο Ναό, προσκύνησαν την εικόνα της Παναγίας και δήλωσαν είναι πλέον εκκλησία και έφυγαν χωρίς να δώσουν συνέχεια στις διαμαρτυρίες των Αϊθανασητών.
Το 1910 αποφάσισαν την ανέγερση λιθόχτιστου ναού. Τα εγκαίνια του Ναού έγιναν ο 1911. Ο Ναός πήρε την τελική του μορφή κατά τα έτη 1954-1956 όπου έγινε προέκταση προς δυσμάς και χτίστηκαν τα δύο καμπαναριά. Ο ρυθμός του Ναού είναι βασιλική άνευ τρούλου και οι κίονες κορινθιακού ρυθμού. Το τέμπλο του Ναού είναι ξυλόγλυπτο από καρυδιά, που μετέφεραν από τα Κλουκινοχώρια, είναι δε αντιγραφή του τέμπλου του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου , Σόλου Νωνάκριδος, κατασκευάστηκε το έτος 1927 από τους ξυλογλύπτες αδελφούς Αντύπα από την Κορινθία.
Πρώτος εφημέριος του νέου λιθόχτιστου Ναού ήταν ο μακαριστός αιδεσιμότατος Γεώργιος Οικονομόπουλος, νεωκόρος ο Δημήτριος Κανέλλος και ιεροψάλτες, οι οποίοι ήταν αυτοδίδακτοι, οι Κων/νος Παξιμάδης ή Κωσταρέλλος , Ιωάννης Παπαγεωργόπουλος ή Λαδιάς , Νικόλαος Οικονομόπουλος ή Πρόβατος και Γεράσιμος Κυριακόπουλος ή Ψυρρής.
Ευεργέτης του Ναού υπήρξε ο δημοδιδάσκαλος Σπυρίδων Π. Παξιμάδης 1864 - 1934, ο οποίος δώρισε στον Ναό την οικία του (Μονοδενδρίου 21) και κτήματα.
Για τις ανάγκες της εκπαίδευσης των παιδιών σαν πρώτο Δημοτικό Σχολείο χρησιμοποιήθηκε η οικία του Παναγή Λάφη (Σελινούντος 21) με δημοδιδασκάλους τους ιερομόναχο Καλλίνικο Παπαδημητρίου ή Μουλά , Σπυρίδωνα Π. Παξιμάδη , Κ.Γ. Οικονομόπουλο. Στη συνέχεια μεταστεγάστηκε στην οικία Λάλου (Σελινούντος 7 ) και από του έτους 1922 χρησιμοποιήθηκε ο γυναικωνίτης του Ναού της Υπαπαντής. Το έτος 1932 χτίστηκε το δημοτικό σχολείο Κουλούρας με λιθοδομή, όπου παρακολουθούσαν την διδασκαλία και τα παιδιά του Αγίου Αθανασίου μέχρι του έτους 1945.
Από του έτους 1891 μετοίκησαν στο χωριό κάτοικοι από οικισμούς των Καλαβρύτων (Κλαπατσούνα/Πλατανιώτισσα, Ρογούς, Κερπινή), της ορεινής Αιγιάλειας (Κουνινά, Βόβοδα/Μαυρίκι, Παρασκευή, Κούμαρη, Γκραίκα). Το 1949 από την Σκαλούλα, Δωρίδας της ορεινής Φωκίδας. Σήμερα έχουν εγκατασταθεί μόνιμα αρκετοί κάτοικοι από την Αλβανική Περιφέρεια του Αργυροκάστρου (GIROKASTER) και από την περιοχή της Πρεμετής (PERMET).
Τα χρόνια κύλησαν σαν το τρεχούμενο νερό, με χαρές και λύπες να εναλλάσσονται. Έχουν πλέον αγοράσει και νέα κτήματα και καλλιεργούν κυρίως σταφίδα. Τα καλοκαίρια το χωριό άδειαζε, όλοι οι κάτοικοι πήγαιναν στα λινά (αγροτικές κατοικίες που είχαν στα χτήματα δίπλα από τα αλώνια αποξήρανσης της σταφίδας). Το εμπόριο όμως της σταφίδας εξέπεσε και άρχισαν να καλλιεργούν ελιές και εσπεριδοειδή, παράλληλα ορισμένοι έφτιαξαν και μικρές επιχειρήσεις στο χωριό όπως ο Βασίλειος Κούβελης ή Τσεμπλέκος παντοπωλείο και κρεοπωλείο, ο Γεώργιος Κων/νου Βασιλείου ή Ήτουνε φούρνο, ο Γεώργιος Μιχαήλ Παξιμάδης ελαιοτριβείο, η Κυριακούλα Ηλία Πετροπούλου-Ασπρούκου καφενείο, η Ζωή Καραμανόγλου-Σπηλιωτοπούλου παντοπωλείο, ο Αθανάσιος Βασιλείου Παπασταθόπουλος ή Κουτσομίχαλος υποδηματοποιείο, ο Ανδρέας Βασιλείου Παπασταθόπουλος ή Ζάρας σιδηρουργείο.
Το έτος 1934 οι νέοι του χωριού δημιούργησαν πολιτιστικό σύλλογο με την επωνυμία ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ , οργάνωναν γλέντια με κλαρίνα και βιολιά σε κάθε γιορτή. Δημιούργησαν θεατρική ομάδα και ανέβασαν τα θεατρικά έργα του συγχωριανού τους Σπύρου Περεσιάδη Γκόλφω , Εσμέ η τουρκοπούλα και Σκλάβα έργο το οποίο ο Περεσιάδης το έγραψε εμνευσμένος από την καταστροφή του Ιμπραήμ Πασά στο Καστράκι Νωνάκριδος και την αιχμαλωσία των κατοίκων.
Λάμβαναν μέρος και στα ΑΝΘΕΣΤΗΡΙΑ που γίνονταν στην πόλη του Αιγίου τον μήνα Μάιο, μια πανάρχαια γιορτή των Ιώνων πρός τιμή του Διονύσου. Έφτιαχναν χειροποίητα άνθη από χρωματιστά χαρτιά και στόλιζαν το άρμα. Είχαν πάρει το πρώτο βραβείο το έτος 1963 με το άρμα ΑΝΘΙΣΜΕΝΗ ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ εμπνευσμένο από το ομότιτλο ποίημα του Γεωργίου Δροσίνη.
Στους νέους αγώνες της Πατρίδας οι Κουλουριώτες έδωσαν το παρόν και πλήρωσαν τον φόρο αίματος. Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912 , Μικρασιατική Καταστροφή 1922 , Κατοχή 1940 - 1944 , Εμφύλιος Πόλεμος 1944 - 1949.
Με το μεταναστευτικό κύμα, της δεκαετίας του 1950, να σαρώνει την Έλλάδα, δεν έμεινε αλώβητη και η Κουλούρα, αρκετοί νέοι αναζήτησαν καλύτερη τύχη στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και την Αυστραλία.
Ένας κρυφός πόθος βασάνιζε όλα αυτά τα χρόνια τους Κουλουριώτες, να ξαναχτίσουν τον κατεστραμένο Ναό στην Παλαιά Κουλούρα. Τελικώς με την υλική και ηθική βοήθεια όλων των κατοίκων την 22 Μαϊου 1968 ετέθη ο θεμέλιος λίθος του νέου Ναού. Ο λιθόκτιστος ναός αφιερώθηκε στον Άγιο Γεώργιο, ο ρυθμός του ναού είναι σταυρεπίστεγος βασιλική. Τα θυρανοίξια του Ναού έγιναν την 22α Απριλίου 1969. Η εικόνα του Άγίου Γεωργίου μεταφέρθηκε στον ναό με μεγάλη λιτανεία από τον ναό της Υπαπαντής του Χριστού.